- κεντρόφυξ
- (-υγος) ο , η центробежный;
κεντρόφυξ δύναμις — центробежная сила;
κεντρόφυγες τάσεις — полит., экон. центробежные тенденции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεντρόφυξ δύναμις — центробежная сила;
κεντρόφυγες τάσεις — полит., экон. центробежные тенденции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεντρόφυγος — η, ο θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, φυγόκεντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. centrifuge (< centri , πρβλ. κεντρο ) + fuge (πρβλ. φυξ < φεύγω). Η λ., στον λόγιο τ. κεντρόφυξ, μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek